επωμις

επωμις
    ἐπωμίς
    ἐπ-ωμίς
    -ίδος ἥ
    1) верхняя часть плеча (у стыка ключицы с лопаткой) Xen.
    2) плечо, рука Eur., Plut.
    3) тж. pl. тыльная часть шеи Arst.
    4) верхняя часть корабля Anth.
    5) эпомида, плечевой край платья (застегивавшегося на плече) Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επωμις" в других словарях:

  • ἐπωμίς — the point of the shoulder fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωμίς — η βλ. επωμίδα …   Dictionary of Greek

  • ἐπωμίδα — ἐπωμίς the point of the shoulder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμίδας — ἐπωμίς the point of the shoulder fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμίδες — ἐπωμίς the point of the shoulder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμίδι — ἐπωμίς the point of the shoulder fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμίδος — ἐπωμίς the point of the shoulder fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμίδων — ἐπωμίς the point of the shoulder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμίσι — ἐπωμίς the point of the shoulder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμίσιν — ἐπωμίς the point of the shoulder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εποπεύς — I Προσωνύμιο του Δία. Αντίστοιχες θεές ήταν η Επωμίς Άρτεμις και η Επωμίς Δήμητρα, στη Σικυώνα. II Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, ο οποίος είχε δώσει το όνομά του σε ηφαίστειο της Κάτω Ιταλίας. 2. Βασιλιάς της Λέσβου. Ερωτεύτηκε την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»